ἑκατοντούτης: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου<br />[[de cien años]] ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años</i> Luc.<i>Macr</i>.14, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.14, Hippol.<i>Haer</i>.10.30.3.
|dgtxt=-ου<br />[[de cien años]] ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años</i> Luc.<i>Macr</i>.14, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.14, Hippol.<i>Haer</i>.10.30.3.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α [[ἑκατοντούτης]], θηλ. ἑκατοντοῡτις)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[εκατό]] χρόνων.
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτοντούτης Medium diacritics: ἑκατοντούτης Low diacritics: εκατοντούτης Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΟΥΤΗΣ
Transliteration A: hekatontoútēs Transliteration B: hekatontoutēs Transliteration C: ekatontoytis Beta Code: e(katontou/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, contr. for ἑκατονταέτης, Luc.Macr. 14 :—fem. ἑκᾰτοντ-οῦτις, ιδος, Ath.15.697e.

German (Pape)

[Seite 753] zsgzgn aus ἑκατονταέτης, ὁ, hundertjährig, Luc. Macrob. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκατοντούτης: -ου, συνῃρ. ἀντὶ ἑκατονταετής, Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de cent ans, séculaire.
Étymologie: ἑκατόν, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ου
de cien años ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años Luc.Macr.14, cf. Philostr.VA 1.14, Hippol.Haer.10.30.3.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α ἑκατοντούτης, θηλ. ἑκατοντοῡτις)
αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων.