ἐμπολέμιος: Difference between revisions
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
(big3_14) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[relativo a la guerra]], [[al ejército]], [[militar]] τὰ ἐμπολέμια (γέρεα) los privilegios (de los reyes espartanos) en tiempos de guerra</i> op. εἰρηναῖος ‘en tiempos de paz’, Hdt.6.57, cf. D.C.50.6.2, τρίτον δ' ... πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον y en tercer lugar todo el conjunto de fuerzas militares</i> Pl.<i>Lg</i>.755e, ἐκ τῆς ἐμπολεμίου μελέτης a partir de su uso militar</i> Poll.4.87, οἱ ἐμπολέμιοι θεοί D.C.42.48.2, σύνθημα D.C.57.18.4<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἐμπολέμιοι [[los miembros del ejército]] Pl.<i>Lg</i>.756a, τὰ ἐμπολέμια las fuerzas militares</i> Pl.<i>Lg</i>.943a, Afric.<i>Cest</i>.1.14.10.<br /><b class="num">2</b> [[belicoso]], [[guerrero]] ἔθνη D.C.56.40.2. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[relativo a la guerra]], [[al ejército]], [[militar]] τὰ ἐμπολέμια (γέρεα) los privilegios (de los reyes espartanos) en tiempos de guerra</i> op. εἰρηναῖος ‘en tiempos de paz’, Hdt.6.57, cf. D.C.50.6.2, τρίτον δ' ... πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον y en tercer lugar todo el conjunto de fuerzas militares</i> Pl.<i>Lg</i>.755e, ἐκ τῆς ἐμπολεμίου μελέτης a partir de su uso militar</i> Poll.4.87, οἱ ἐμπολέμιοι θεοί D.C.42.48.2, σύνθημα D.C.57.18.4<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἐμπολέμιοι [[los miembros del ejército]] Pl.<i>Lg</i>.756a, τὰ ἐμπολέμια las fuerzas militares</i> Pl.<i>Lg</i>.943a, Afric.<i>Cest</i>.1.14.10.<br /><b class="num">2</b> [[belicoso]], [[guerrero]] ἔθνη D.C.56.40.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμπολέμιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον πόλεμο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει στρατεύσιμη [[ηλικία]] («[[τρίτον]] δ' [[ἐφεξῆς]] τούτοις πᾱν ὅσον ἐμπολέμιον» — όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη [[ηλικία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολεμικός]] («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» — τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐμπολέμια</i><br />[[κλάδος]] της στρατιωτικής υπηρεσίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A pertaining to war, ταῦτα τὰ ἐ. Hdt.6.57; θεοί D.C.42.48. 2 belonging to the forces, ὅσον ἐ. Pl.Lg.755c; τὰ ἐ. branches of the service, ib.756a. 3 warlike, ἔθνη D.C.56.40.
German (Pape)
[Seite 816] was zum Kriege gehört, ihn betrifft; ταῦτα μὲν τὰ ἐμπολέμια Her. 6, 56; Plat. Legg. VI, 755 e u. A.; θεοί, Kriegsgötter, D. Cass. 42, 48; τὰ ἐμπ., der Kriegsbedarf, id.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολέμιος: -ον, ἀνήκων εἰς τὸν πόλεμον, ταῦτα τὰ ἐμπ. Ἡρόδ. 6. 56· «ἐμπολέμια· τὰ εἰς πόλεμον ἐπιτήδεια καὶ εὔχρηστα» Σουΐδ.: 2) ὁ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, ὁ ἔχων τὴν ἡλικίαν ταύτην, ὅσον ἐμπ. Πλάτ. Νόμ. 755Ε· οἱ ἐμπ. αὐτόθι 756Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la guerre.
Étymologie: ἐν, πόλεμος.
Spanish (DGE)
-ον
1 relativo a la guerra, al ejército, militar τὰ ἐμπολέμια (γέρεα) los privilegios (de los reyes espartanos) en tiempos de guerra op. εἰρηναῖος ‘en tiempos de paz’, Hdt.6.57, cf. D.C.50.6.2, τρίτον δ' ... πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον y en tercer lugar todo el conjunto de fuerzas militares Pl.Lg.755e, ἐκ τῆς ἐμπολεμίου μελέτης a partir de su uso militar Poll.4.87, οἱ ἐμπολέμιοι θεοί D.C.42.48.2, σύνθημα D.C.57.18.4
•subst. οἱ ἐμπολέμιοι los miembros del ejército Pl.Lg.756a, τὰ ἐμπολέμια las fuerzas militares Pl.Lg.943a, Afric.Cest.1.14.10.
2 belicoso, guerrero ἔθνη D.C.56.40.2.
Greek Monolingual
ἐμπολέμιος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον πόλεμο
2. αυτός που έχει στρατεύσιμη ηλικία («τρίτον δ' ἐφεξῆς τούτοις πᾱν ὅσον ἐμπολέμιον» — όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία, Πλάτ.)
3. πολεμικός («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» — τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμπολέμια
κλάδος της στρατιωτικής υπηρεσίας.