ἐμφυτευτικός: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(big3_14)
(11)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />jur. [[enfitéutico]], [[ius]] ἐ. Vlp.<i>Dig</i>.27.9.3.4, δίκαιον Iust.<i>Nou</i>.120.1, <i>PMasp</i>.299.5 (VI d.C.), cf. <i>TAM</i> 5.860.9 (Tiatira, imper.), συγγραφή Iust.<i>Nou</i>.7.3, συμβόλαιον Iust.<i>Nou</i>.120.11, ὁμολογία <i>PMasp</i>.299.60, <i>PMichael</i>.41.3 (ambos VI d.C.), πάκτον <i>PKlein.Form</i>.316 (VI d.C.), de la renta κανών Iust.<i>Nou</i>.7.3.2, 120.8.
|dgtxt=-ή, -όν<br />jur. [[enfitéutico]], [[ius]] ἐ. Vlp.<i>Dig</i>.27.9.3.4, δίκαιον Iust.<i>Nou</i>.120.1, <i>PMasp</i>.299.5 (VI d.C.), cf. <i>TAM</i> 5.860.9 (Tiatira, imper.), συγγραφή Iust.<i>Nou</i>.7.3, συμβόλαιον Iust.<i>Nou</i>.120.11, ὁμολογία <i>PMasp</i>.299.60, <i>PMichael</i>.41.3 (ambos VI d.C.), πάκτον <i>PKlein.Form</i>.316 (VI d.C.), de la renta κανών Iust.<i>Nou</i>.7.3.2, 120.8.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμφυτευτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εμφύτευση]] («εμφυτευτικό [[δίκαιο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για το [[έργο]] της εμφυτεύσεως («εμφυτευτική [[μηχανή]]»).
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφῠτευτικός Medium diacritics: ἐμφυτευτικός Low diacritics: εμφυτευτικός Capitals: ΕΜΦΥΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emphyteutikós Transliteration B: emphyteutikos Transliteration C: emfyteftikos Beta Code: e)mfuteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A concerning ἐμφύτευσις or ἐμφυτεύματα, κανών, συγγραφή, ib.7.3.2; δίκαιον PMasp.298.39 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 821] ή, όν, Erbpacht betreffend, Novell.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
jur. enfitéutico, ius ἐ. Vlp.Dig.27.9.3.4, δίκαιον Iust.Nou.120.1, PMasp.299.5 (VI d.C.), cf. TAM 5.860.9 (Tiatira, imper.), συγγραφή Iust.Nou.7.3, συμβόλαιον Iust.Nou.120.11, ὁμολογία PMasp.299.60, PMichael.41.3 (ambos VI d.C.), πάκτον PKlein.Form.316 (VI d.C.), de la renta κανών Iust.Nou.7.3.2, 120.8.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμφυτευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμφύτευση («εμφυτευτικό δίκαιο»)
νεοελλ.
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για το έργο της εμφυτεύσεως («εμφυτευτική μηχανή»).