ψάγιος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(SL_2)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ψᾰγῐος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[crooked]], [[distorted]] met. μαθὼν δέ [[τις]] ἀνερεῖ, εἰ πὰρ [[μέλος]] [[ἔρχομαι]] ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (N. 7.69)
|sltr=<b>ψᾰγῐος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[crooked]], [[distorted]] met. μαθὼν δέ [[τις]] ἀνερεῖ, εἰ πὰρ [[μέλος]] [[ἔρχομαι]] ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (N. 7.69)
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πλάγιος]], [[επικλινής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασταθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημ. του επιθ. οδηγεί στο επίθ. [[πλάγιος]]. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάγιος Medium diacritics: ψάγιος Low diacritics: ψάγιος Capitals: ΨΑΓΙΟΣ
Transliteration A: pságios Transliteration B: psagios Transliteration C: psagios Beta Code: ya/gios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A oblique, askew, metaph., mal à propos, blundering, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον (sic codd. vett.) ὄαρον ἐννέπων Pi.N.7.69: ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον, Hsch.; ψάδιον· κάταντες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ψάγιος: -α, -ον, = πλάγιος, «ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον» Ἡσύχ.

English (Slater)

ψᾰγῐος
   1 crooked, distorted met. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (N. 7.69)

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
1. πλάγιος, επικλινής
2. μτφ. ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. του επιθ. οδηγεί στο επίθ. πλάγιος. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους].