χωμάτινος: Difference between revisions
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(6_11) |
(47c) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωμάτινος''': -η, -ον, ὁ ἐκ χώματος πεποιημένος, «χωματένιος», Κ. Μανασσ. Χρον. 233. | |lstext='''χωμάτινος''': -η, -ον, ὁ ἐκ χώματος πεποιημένος, «χωματένιος», Κ. Μανασσ. Χρον. 233. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[χωμάτινος]], -ίνη, -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> [[χωματένιος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[γήινος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[ουράνιο]] ή τον πνευματικό («τὴν γηγενῆ καὶ χωματίνην [[σάρκα]]», Κ Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χῶμα]], <i>χώματος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
χωμάτινος: -η, -ον, ὁ ἐκ χώματος πεποιημένος, «χωματένιος», Κ. Μανασσ. Χρον. 233.
Greek Monolingual
-η, -ο / χωμάτινος, -ίνη, -ον, ΝΜ
1. χωματένιος
2. μτφ. γήινος, σε αντιδιαστολή προς τον ουράνιο ή τον πνευματικό («τὴν γηγενῆ καὶ χωματίνην σάρκα», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].