ψόγιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[ψογερός]].
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[ψογερός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[ψόγος]]<br /><b>1.</b> (με ενεργ<br />σημ.) [[φιλοκατήγορος]], [[ψογερός]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αξιόμεμπτος.
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1401] tadelnd, tadelsüchtig, Pind. N. 7, 69, wo vor Böckh ψέγιος gelesen wurde, was Schneider in ψόγιος besserte.

Greek (Liddell-Scott)

ψόγιος: -α, -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Schneider παρὰ Πινδ. Ν. 7. 102, ἀντὶ τοῦ ἀνωμάλου τύπου ψέγιος. ΙΙ. ἀξιόμεμπτος, «ψόγ(ε)ια· ψογερά, καὶ οὐκ ἄξια ἀκοῆς» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. ψογερός.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α ψόγος
1. (με ενεργ
σημ.) φιλοκατήγορος, ψογερός
2. (με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) αξιόμεμπτος.