ἑόρτιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_16) |
(12) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑόρτιος''': -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἑορτήν, [[σεμνοπρεπής]], Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ. 625Α, ΙΙΙ. 1023Α, Δαμασκ. ΙΙΙ. 645Β, κλ. | |lstext='''ἑόρτιος''': -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἑορτήν, [[σεμνοπρεπής]], Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ. 625Α, ΙΙΙ. 1023Α, Δαμασκ. ΙΙΙ. 645Β, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑόρτιος]], -ον (AM) [[εορτή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε [[εορτή]]<br /><b>2.</b> [[σεμνός]], [[μεγαλοπρεπής]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:30, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 892] ον, = ἑορταῖος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑόρτιος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἑορτήν, σεμνοπρεπής, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ. 625Α, ΙΙΙ. 1023Α, Δαμασκ. ΙΙΙ. 645Β, κλ.
Greek Monolingual
ἑόρτιος, -ον (AM) εορτή
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε εορτή
2. σεμνός, μεγαλοπρεπής.