ἐπιγναμπτός: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγνάμπτω]]. | |btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγνάμπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιγναμπτός]], -ή, -όν (Α) [[επιγνάμπτω]]<br />λυγισμένος, στριφογυρισμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A curved, twisted, ἕλικες h.Ven.87.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, συνεστραμμένος, εἶχε δὲ ἐπιγναμπτὰς ἕλικας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 87.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
recourbé.
Étymologie: ἐπιγνάμπτω.
Greek Monolingual
ἐπιγναμπτός, -ή, -όν (Α) επιγνάμπτω
λυγισμένος, στριφογυρισμένος.