ἐπίξηρος: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_17) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίξηρος''': -ον, ξηρὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 969 ὁπωσοῦν [[ξηρός]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15. | |lstext='''ἐπίξηρος''': -ον, ξηρὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 969 ὁπωσοῦν [[ξηρός]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίξηρος]], -ον (Α) [[ξηρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ξηρός]] στην επιφάνειά του («[[γλῶσσα]] [[ἐπίξηρος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ο [[κάπως]] [[ξηρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A very dry, γλῶσσα ib.1.26.β, cf.Aret.SD1.15: Comp., more arid, Id.CA1.1.
German (Pape)
[Seite 967] auf der Oberfläche trocken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίξηρος: -ον, ξηρὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 969 ὁπωσοῦν ξηρός, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15.
Greek Monolingual
ἐπίξηρος, -ον (Α) ξηρός
1. αυτός που είναι ξηρός στην επιφάνειά του («γλῶσσα ἐπίξηρος», Ιπποκρ.)
2. ο κάπως ξηρός.