ἐπιβλήδην: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(6_6)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβλήδην''': Ἐπίρρ. ([[ἐπιβάλλω]]) ἐπιβλητικῶς, ὡς δ’ ὅτι νήϊα δοῦρα... ἀνέρες ὑληουργοὶ [[ἐπιβλήδην]] ἐλάοντες, συναρμόζοντες τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 80.
|lstext='''ἐπιβλήδην''': Ἐπίρρ. ([[ἐπιβάλλω]]) ἐπιβλητικῶς, ὡς δ’ ὅτι νήϊα δοῦρα... ἀνέρες ὑληουργοὶ [[ἐπιβλήδην]] ἐλάοντες, συναρμόζοντες τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 80.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβλήδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[σφυρηλάτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[βλήδην]] «με [[εκτόξευση]]»].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβλήδην Medium diacritics: ἐπιβλήδην Low diacritics: επιβλήδην Capitals: ΕΠΙΒΛΗΔΗΝ
Transliteration A: epiblḗdēn Transliteration B: epiblēdēn Transliteration C: epivlidin Beta Code: e)piblh/dhn

English (LSJ)

Adv.

   A laying on, ἐλάοντες, of hammers, A.R.2.80.

German (Pape)

[Seite 929] darauf werfend, schlagend, Ap. Rh. 2, 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλήδην: Ἐπίρρ. (ἐπιβάλλω) ἐπιβλητικῶς, ὡς δ’ ὅτι νήϊα δοῦρα... ἀνέρες ὑληουργοὶ ἐπιβλήδην ἐλάοντες, συναρμόζοντες τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 80.

Greek Monolingual

ἐπιβλήδην (Α)
επίρρ. με σφυρηλάτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλήδην «με εκτόξευση»].