εὐδιάλλακτος: Difference between revisions
ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλλάσσω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διάλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διαλλάσσομαι</i>) <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διάλλακτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διάλλακτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to reconcile, placable, D.H.4.38, Plu.2.332d. Adv. -τως Id.Caes.54, M.Ant.1.7 (v.l. εὐαναδιδάκτως codd. Suid.).
German (Pape)
[Seite 1061] leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, εἰρηνικός, Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.
Étymologie: εὖ, διαλλάσσω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, -ον)
αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α-διάλλακτος, δυσ-διάλλακτος].