ἑτερόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(6_19) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτερόκαρπος''': -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34. | |lstext='''ἑτερόκαρπος''': -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόκαρπος]], -ον)<br />(για δέντρα) αυτός που παράγει καρπούς διαφόρων ειδών ή, στον ίδιο καρπό, σπέρματα διαφορετικής μορφής. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing different fruit, of grafts, Hp.Nat.Puer. 26.
German (Pape)
[Seite 1048] andere Früchte tragend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόκαρπος: -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόκαρπος, -ον)
(για δέντρα) αυτός που παράγει καρπούς διαφόρων ειδών ή, στον ίδιο καρπό, σπέρματα διαφορετικής μορφής.