ἐννεάμυκλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />dud. [[de nueve marcas o repliegues]], quizá por [[de muchos años y resabiado]], o bien [[robusto]] Μάγνης ἐ. ὄνος Call.<i>Fr</i>.650 (= Antim.206 dud.), cf. Hsch. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />dud. [[de nueve marcas o repliegues]], quizá por [[de muchos años y resabiado]], o bien [[robusto]] Μάγνης ἐ. ὄνος Call.<i>Fr</i>.650 (= Antim.206 dud.), cf. Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐννεάμυκλος]], -ον (Α) [[μύκλος]]<br /><b>1.</b> (για γαϊδούρι) αυτός που έχει [[εννέα]] μύκλους, δηλ. ραβδώσεις, επομ. ο ηλικίας [[εννέα]] ετών («[[ἐννεάμυκλος]] [[ὄνος]]», Καλλίμ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ισχυρός]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (μύκλος)
A having nine stripes or folds, hence, nine years old, ὄνος Call.Fr.180, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 847] (s. μύκλα), ueunjährig, Antim. 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάμυκλος: -ον, (ἴδε μύκλα) ἔχων ἐννέα ἐτῶν ἡλικίαν, Ἀντίμαχος 77, Καλλ. Ἀποσπ. 180, ἔνθα ἴδε σημ.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
dud. de nueve marcas o repliegues, quizá por de muchos años y resabiado, o bien robusto Μάγνης ἐ. ὄνος Call.Fr.650 (= Antim.206 dud.), cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἐννεάμυκλος, -ον (Α) μύκλος
1. (για γαϊδούρι) αυτός που έχει εννέα μύκλους, δηλ. ραβδώσεις, επομ. ο ηλικίας εννέα ετών («ἐννεάμυκλος ὄνος», Καλλίμ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ισχυρός».