ἐχετλήεις: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />qui concerne le manche de charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐχέτλη]]. | |btext=ήεσσα, ῆεν;<br />qui concerne le manche de charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐχέτλη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐχετλήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[εχέτλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εχέτλη]] («ἐχετλήεντά τε γόμφον», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of an ἐχέτλη, γόμφος AP6.41 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1124] γόμφος, ὁ, Nagel am Pflugsterz, dieser selbst, Agath. 30 (VI, 41).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχετλήεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς ἐχέτλην, ἐχετλήεντά τε γόμφον Ἀνθ. Π. 6. 41.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
qui concerne le manche de charrue.
Étymologie: ἐχέτλη.
Greek Monolingual
ἐχετλήεις, -εσσα, -εν (Α) εχέτλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εχέτλη («ἐχετλήεντά τε γόμφον», Ανθ. Παλ.).