εὐμετάπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐμετάπτωτος''': -ον, εὐκόλως μεταβαλλόμενος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 45· τὸ τῆς τύχης εὐμετάπτωτον Διόδ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 18. | |lstext='''εὐμετάπτωτος''': -ον, εὐκόλως μεταβαλλόμενος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 45· τὸ τῆς τύχης εὐμετάπτωτον Διόδ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐμετάπτωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο [[ασταθής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμεταπτώτως</i> (Α)<br />με ασταθή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μετά]]-<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μετα</i>-[[πίπτω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unstable, παιδία Thphr.Sens.45; τὸ τῆς τύχης εὐ. D.S.9.10, cf. Secund.Sent.9. Adv. -τως v.l. in Arr.Epict.2.22.8.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht umschlagend, veränderlich, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάπτωτος: -ον, εὐκόλως μεταβαλλόμενος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 45· τὸ τῆς τύχης εὐμετάπτωτον Διόδ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 18.
Greek Monolingual
εὐμετάπτωτος, -ον (Α)
αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο ασταθής.
επίρρ...
εὐμεταπτώτως (Α)
με ασταθή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετά-πτωτος (< μετα-πίπτω)].