εὐμετάπτωτος
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
εὐμετάπτωτον, unstable, παιδία Thphr. Sens.45; τὸ τῆς τύχης εὐ. D.S.9.10, cf. Secund.Sent.9. Adv. εὐμεταπτωτως = v.l. in Arr.Epict.2.22.8.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht umschlagend, veränderlich, Theophr. u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
εὐμετάπτωτος: шаткий, неустойчивый (sc. τύχη Diod.; sc. γνώμη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάπτωτος: -ον, εὐκόλως μεταβαλλόμενος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 45· τὸ τῆς τύχης εὐμετάπτωτον Διόδ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 18.
Greek Monolingual
εὐμετάπτωτος, -ον (Α)
αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο ασταθής.
επίρρ...
εὐμεταπτώτως (Α)
με ασταθή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετά-πτωτος (< μετα-πίπτω)].