θάβακος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(6_1)
 
(16)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θάβακος''': (θάϝακος) [[θᾶκος]], Ἡσύχ.
|lstext='''θάβακος''': (θάϝακος) [[θᾶκος]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θάβακος]], ό (Α)<br />[[θάκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[θάβακος]] διασώζει</i> τον αρχικό τ. <i>θαFακος</i>, από τον οποίο προέκυψε με [[συναίρεση]] ο τ. [[θάκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θάβακος: (θάϝακος) θᾶκος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θάβακος, ό (Α)
θάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η γλώσσα του Ησυχίου θάβακος διασώζει τον αρχικό τ. θαFακος, από τον οποίο προέκυψε με συναίρεση ο τ. θάκος].