ζυγάδην: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_4) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῠγάδην''': ᾰ, ἐπίρρ., (ζυγὸν) [[συνεζευγμένως]], κατὰ ζεύγη, Φίλων 1. 237, Φώτ. | |lstext='''ζῠγάδην''': ᾰ, ἐπίρρ., (ζυγὸν) [[συνεζευγμένως]], κατὰ ζεύγη, Φίλων 1. 237, Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζυγάδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] ζεύγη, ζευγαρωτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άδην]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>δρομ</i>-[[άδην]], <i>τροχ</i>-[[άδην]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (ζυγόν)
A jointly, in pairs, Ph.1.237, al., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1140] zusammengejocht, paarweis, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγάδην: ᾰ, ἐπίρρ., (ζυγὸν) συνεζευγμένως, κατὰ ζεύγη, Φίλων 1. 237, Φώτ.
Greek Monolingual
ζυγάδην (Α)
επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. -άδην, πρβλ. δρομ-άδην, τροχ-άδην].