συνεζευγμένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv. part. pf. Pass., by pairs, Sch.Ar.Av.305.
German (Pape)
[Seite 1010] adv. part. perf. pass. von συζεύγνυμι, verbunden, gepaart, Schol. Ar. Av. 305.
Greek (Liddell-Scott)
συνεζευγμένως: Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ συζεύγνυμι, κατὰ ζεύγη, «ζευγαρωτά», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 305.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά ζεύγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεζευγμένος του συζευγνύω + επιρρμ. κατάλ. -ως].