θοινατικός: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les festins, de festin.<br />'''Étymologie:''' [[θοίνη]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne les festins, de festin.<br />'''Étymologie:''' [[θοίνη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θοινατικός]], -ή, -όν (Α) [[θοινώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[συμπόσιο]] («θοινατικά ὄργανα», <b>Ξεν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a feast, X.Oec.9.7 (v.l. -ητικός).
German (Pape)
[Seite 1213] zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θοινατικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπόσιον, Ξεν. Οἰκ. 9. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les festins, de festin.
Étymologie: θοίνη.
Greek Monolingual
θοινατικός, -ή, -όν (Α) θοινώ
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.).