θεοπάτωρ: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6_19) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεοπάτωρ''': -ορος, ὁ, πατὴρ τοῦ θεοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐπὶ τοῦ Δαβίδ, Ἐκκλ.∙ - οὐσιαστ. θεοπατορία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 236, ἔκδ. Μί. | |lstext='''θεοπάτωρ''': -ορος, ὁ, πατὴρ τοῦ θεοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐπὶ τοῦ Δαβίδ, Ἐκκλ.∙ - οὐσιαστ. θεοπατορία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 236, ἔκδ. Μί. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεοπάτωρ]], -ορος, ὁ (AM)<br />(για τον Δαβίδ και τους γονείς της θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο [[πατέρας]] του θεού, ο [[πρόγονος]] του θεού<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γιος]] του θεού, [[τίτλος]] των βασιλέων τών Πάρθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[πάτωρ]], <i>βροντο</i>-<i>κεραυνο</i>-[[πάτωρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ,
A son of God, title of Parthian kings, BMus.Cat.Coins Parthia p.16, al.
German (Pape)
[Seite 1197] ορος, ὁ, Gott Vater, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπάτωρ: -ορος, ὁ, πατὴρ τοῦ θεοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐπὶ τοῦ Δαβίδ, Ἐκκλ.∙ - οὐσιαστ. θεοπατορία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 236, ἔκδ. Μί.
Greek Monolingual
θεοπάτωρ, -ορος, ὁ (AM)
(για τον Δαβίδ και τους γονείς της θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο πατέρας του θεού, ο πρόγονος του θεού
αρχ.
ο γιος του θεού, τίτλος των βασιλέων τών Πάρθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α-πάτωρ, βροντο-κεραυνο-πάτωρ.