καινοποίησις: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(6_8) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινοποίησις''': -εως, ἡ, [[ἀνακαίνισις]], [[ἀναγέννησις]], Ἀθαν. τ. 1. σ. 497. | |lstext='''καινοποίησις''': -εως, ἡ, [[ἀνακαίνισις]], [[ἀναγέννησις]], Ἀθαν. τ. 1. σ. 497. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινοποίησις]], ἡ (Α) [[καινοποιώ]]<br />[[ανακαίνιση]], [[αναγέννηση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:37, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, die Erneuerung, Wiedergeburt, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
καινοποίησις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, ἀναγέννησις, Ἀθαν. τ. 1. σ. 497.
Greek Monolingual
καινοποίησις, ἡ (Α) καινοποιώ
ανακαίνιση, αναγέννηση.