εὐφόρητος: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φορέω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φορέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐφόρητος]], -ον)<br />αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανεκτός]], [[υποφερτός]] («τὸ τῆς δουλείας [[ἄχθος]] εὐφορητότερον», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φορητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A endurable, τινι A.Ch.353 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφόρητος: -ον, εὐκόλως φερόμενος. ὑποφερτός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 353, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 388Β, Θεόδ. Στουδ. σ. 182Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à supporter.
Étymologie: εὖ, φορέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐφόρητος, -ον)
αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτος
μσν.-αρχ.
μτφ. ανεκτός, υποφερτός («τὸ τῆς δουλείας ἄχθος εὐφορητότερον», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορητός (< φέρω)].