εὔθηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔθηκτος''': -ον, [[καλῶς]] ἠκονημένος, [[ὀξύς]], Λυκόφρ. 1105, Νόνν. Δ. 17. 121.
|lstext='''εὔθηκτος''': -ον, [[καλῶς]] ἠκονημένος, [[ὀξύς]], Λυκόφρ. 1105, Νόνν. Δ. 17. 121.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔθηκτος]], -ον (ΑΜ)<br />καλά ακονισμένος, [[κοφτερός]] («εὔθηκτον [[σκέπαρνον]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για λόγο) [[ευθύς]], [[εὔστοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[θήγω]] «[[ακονίζω]]»)].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθηκτος Medium diacritics: εὔθηκτος Low diacritics: εύθηκτος Capitals: ΕΥΘΗΚΤΟΣ
Transliteration A: eúthēktos Transliteration B: euthēktos Transliteration C: eythiktos Beta Code: eu)/qhktos

English (LSJ)

ον,

   A well-sharpened, keen, Lyc. 1105, Nonn.D.17.121.

German (Pape)

[Seite 1068] wohl geschärft, Lycophr. 1105.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθηκτος: -ον, καλῶς ἠκονημένος, ὀξύς, Λυκόφρ. 1105, Νόνν. Δ. 17. 121.

Greek Monolingual

εὔθηκτος, -ον (ΑΜ)
καλά ακονισμένος, κοφτερός («εὔθηκτον σκέπαρνον»)
μσν.
(για λόγο) ευθύς, εὔστοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηκτός (< θήγω «ακονίζω»)].