διάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(big3_11)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[con incrustaciones de plata]] κίονες Ath.<i>Epit</i>.538a. < [[διάργυρος]] [[διαργυρόω]] > [[διάργυρος]], -ου, ὁ<br />[[mercurio]] Anon.Alch.328.25.
|dgtxt=-ον<br />[[con incrustaciones de plata]] κίονες Ath.<i>Epit</i>.538a. < [[διάργυρος]] [[διαργυρόω]] > [[διάργυρος]], -ου, ὁ<br />[[mercurio]] Anon.Alch.328.25.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[διάργυρος]], -ον)<br />επαργυρωμένος, σκεπασμένος ή διακοσμημένος με [[ασήμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο [[υδράργυρος]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ον
con incrustaciones de plata κίονες Ath.Epit.538a. < διάργυρος διαργυρόω > διάργυρος, -ου, ὁ
mercurio Anon.Alch.328.25.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ διάργυρος, -ον)
επαργυρωμένος, σκεπασμένος ή διακοσμημένος με ασήμι
νεοελλ.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο υδράργυρος.