κατάθραυστος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6_17) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάθραυστος''': -ον, κατατεθραυσμένος εἰς τεμάχια, Διοσκ. 5. 102. | |lstext='''κατάθραυστος''': -ον, κατατεθραυσμένος εἰς τεμάχια, Διοσκ. 5. 102. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάθραυστος]], -ον (Α) [[καταθραύω]]<br />[[σπασμένος]] σε κομμάτια. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A broken in pieces, f.l. in Dsc.5.87.
Greek (Liddell-Scott)
κατάθραυστος: -ον, κατατεθραυσμένος εἰς τεμάχια, Διοσκ. 5. 102.
Greek Monolingual
κατάθραυστος, -ον (Α) καταθραύω
σπασμένος σε κομμάτια.