καταβλής: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_12) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβλής''': ῆτος, ὁ, = [[ἐπιβλής]], [[μοχλός]], [[μάνδαλος]], Ἡσύχ. | |lstext='''καταβλής''': ῆτος, ὁ, = [[ἐπιβλής]], [[μοχλός]], [[μάνδαλος]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταβλής]], -ῆτος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μοχλός]] της πόρτας, [[μάνταλο]], [[σύρτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βλής]] ([[βλής]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>βλη</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>βλή</i>-<i>θην</i>, αόρ. του [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παρα</i>-[[βλής]], <i>συμ</i>-[[βλής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆτος, ὁ,
A = ἐπιβλής, bolt, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1340] ῆτος, ὁ, Riegel, Hesych. μάνδαλος.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλής: ῆτος, ὁ, = ἐπιβλής, μοχλός, μάνδαλος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καταβλής, -ῆτος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μοχλός της πόρτας, μάνταλο, σύρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βλής (βλής < θ. βλη-, πρβλ. ἐ-βλή-θην, αόρ. του βάλλω), πρβλ. παρα-βλής, συμ-βλής.