κατάσσω: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάσσω''': μεταγεν., ἀντὶ τοῦ [[κατάγνυμι]], Ἀππ. Καρχηδ. 129, Ἀρτεμίδ. 1. 68. | |lstext='''κατάσσω''': μεταγεν., ἀντὶ τοῦ [[κατάγνυμι]], Ἀππ. Καρχηδ. 129, Ἀρτεμίδ. 1. 68. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάσσω]] (Α)<br />[[κατάγνυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος [[ενεστωτικός]] τ. του [[κατάγνυμι]] σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. <i>κατ</i>-<i>έ</i>-<i>αξ</i>-<i>α</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐ</i>-<i>πάτ</i>-<i>αξ</i>-<i>α</i>: <i>πατ</i>-<i>άσσω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
later for κατάγνυμι, impf.
A κατέασσε Aesop.7:—Pass., Apollod.Poliorc.189.6, App.Pun.129, Artem.1.66, PHolm.6.40. [ᾱ by nature, Hdn.Gr.2.109.]
German (Pape)
[Seite 1380] Sp., = κατάγνυμι; Schol. Il. 13, 322; Artemid. 1, 68.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσσω: μεταγεν., ἀντὶ τοῦ κατάγνυμι, Ἀππ. Καρχηδ. 129, Ἀρτεμίδ. 1. 68.
Greek Monolingual
κατάσσω (Α)
κατάγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. του κατάγνυμι σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. κατ-έ-αξ-α κατά το σχήμα ἐ-πάτ-αξ-α: πατ-άσσω].