Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάναδοι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
(6_4)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάναδοι''': «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.
|lstext='''κάναδοι''': «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάναδοι]], οἱ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σιαγόνες, γνάθοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το [[γνάθος]], ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών [[καναδόκα]], [[κανδόχα]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάναδοι Medium diacritics: κάναδοι Low diacritics: κάναδοι Capitals: ΚΑΝΑΔΟΙ
Transliteration A: kánadoi Transliteration B: kanadoi Transliteration C: kanadoi Beta Code: ka/nadoi

English (LSJ)

σιαγόνες, γνάθοι, Hsch. καναδόκα· Χείλη ὀϊστοῦ (Lacon.), Id.; cf. κανδόχα.

Greek (Liddell-Scott)

κάναδοι: «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κάναδοι, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σιαγόνες, γνάθοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το γνάθος, ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών καναδόκα, κανδόχα.