δασώδης: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
(big3_10)
(8)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες [[boscoso]] τόποι Eutecnius <i>Th.Par</i>.12.9.
|dgtxt=-ες [[boscoso]] τόποι Eutecnius <i>Th.Par</i>.12.9.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[δασώδης]], -ες) [[δάσος]]<br />(για [[τόπο]]) σκεπασμένος με δάση ή με πυκνή, θαμνώδη [[βλάστηση]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 524] ες, waldig, τόπος Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δασώδης: -ες, ὁ κεκαλυμμένος διὰ πυκνῶν θάμνων, Γραμμ.

Spanish (DGE)

-ες boscoso τόποι Eutecnius Th.Par.12.9.

Greek Monolingual

-ες (AM δασώδης, -ες) δάσος
(για τόπο) σκεπασμένος με δάση ή με πυκνή, θαμνώδη βλάστηση.