κηλωνεύω: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηλωνεύω''': ὑψώνω, ἀνυψώνω ὡς διὰ κήλωνος, Ἱέρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. | |lstext='''κηλωνεύω''': ὑψώνω, ἀνυψώνω ὡς διὰ κήλωνος, Ἱέρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηλωνεύω]] (Α)<br />[[αναρτώ]] από κηλώνειο ή από άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλων]], με τη σημ. «μακρύ ξύλινο [[δοκάρι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A suspend on a fulcrum or pivot, Hero Spir.1.20 (Pass.):—Pass., Ath.Mech.29.14, 30.4.
German (Pape)
[Seite 1431] einen Schwengel am Ziehbrunnen errichten, einen solchen Balken drehen, Vett. Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
κηλωνεύω: ὑψώνω, ἀνυψώνω ὡς διὰ κήλωνος, Ἱέρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ.
Greek Monolingual
κηλωνεύω (Α)
αναρτώ από κηλώνειο ή από άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων, με τη σημ. «μακρύ ξύλινο δοκάρι»].