κερατίζω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(6_23)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾱτίζω''': κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 2), Φίλων 1. 57, Ἐκκλ.
|lstext='''κερᾱτίζω''': κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 2), Φίλων 1. 57, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κερατίζω]]) [[κέρας]]<br />[[χτυπώ]] κάποιον με τα κέρατα, [[κουτουλώ]] («ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῡρος ἄνδρα ἢ γυναῑκα καὶ ἀποθάνῃ», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] κάποιον.
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτίζω Medium diacritics: κερατίζω Low diacritics: κερατίζω Capitals: ΚΕΡΑΤΙΖΩ
Transliteration A: keratízō Transliteration B: keratizō Transliteration C: keratizo Beta Code: kerati/zw

English (LSJ)

   A butt with horns: metaph., κ. τοῖς ποταμοῖς LXX Ez.32.2, cf. Ph.1.57: c.acc., gore, ἐὰν κερατίσῃ ταῦρος ἄνδρα LXX Ex.21.28.

German (Pape)

[Seite 1422] mit den Hörnern stoßen; Schol. Theocr. 3, 5; LXX, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτίζω: κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 2), Φίλων 1. 57, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

(ΑΜ κερατίζω) κέρας
χτυπώ κάποιον με τα κέρατα, κουτουλώ («ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῡρος ἄνδρα ἢ γυναῑκα καὶ ἀποθάνῃ», ΠΔ)
αρχ.
καταβάλλω κάποιον.