κηλοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_18)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηλοτόμος''': -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34.
|lstext='''κηλοτόμος''': -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηλοτόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την [[κήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]] «[[κόβω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφαλο</i>-[[τόμος]], <i>ομφαλο</i>-[[τόμος]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κηλοτόμος: -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34.

Greek Monolingual

κηλοτόμος, ὁ (Α)
αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την κήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. κεφαλο-τόμος, ομφαλο-τόμος.