κλεπτίσκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλεπτίσκος''': ὁ, ὑποκ. τοῦ [[κλέπτης]], μικρὸς [[κλέπτης]], «κλεφτάκι» [[Πολυδ]]. Η΄, 34, ἴδε [[κλεπτίστατος]].
|lstext='''κλεπτίσκος''': ὁ, ὑποκ. τοῦ [[κλέπτης]], μικρὸς [[κλέπτης]], «κλεφτάκι» [[Πολυδ]]. Η΄, 34, ἴδε [[κλεπτίστατος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλεπτίσκος]], ὁ (Α)<br />(υποκορ. του [[κλέπτης]]) [[κλεφταράκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτης]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικτατορ</i>-<i>ίσκος</i>, [[υπαλληλίσκος]]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεπτίσκος Medium diacritics: κλεπτίσκος Low diacritics: κλεπτίσκος Capitals: ΚΛΕΠΤΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kleptískos Transliteration B: kleptiskos Transliteration C: kleptiskos Beta Code: klepti/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κλέπτης, Eup.420.

German (Pape)

[Seite 1449] ὁ, dim. zu κλέπτης, Eupol. Poll. 8, 34 nach Bekker.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτίσκος: ὁ, ὑποκ. τοῦ κλέπτης, μικρὸς κλέπτης, «κλεφτάκι» Πολυδ. Η΄, 34, ἴδε κλεπτίστατος.

Greek Monolingual

κλεπτίσκος, ὁ (Α)
(υποκορ. του κλέπτης) κλεφταράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + υποκορ. κατάλ. -ίσκος, πρβλ. δικτατορ-ίσκος, υπαλληλίσκος].