κρατέρωμα: Difference between revisions
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(6_21) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾰτέρωμα''': τό, «κρατερώματα· [[μῖξις]] χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου» Ἡσύχ. | |lstext='''κρᾰτέρωμα''': τό, «κρατερώματα· [[μῖξις]] χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το<br /><b>χημ.</b> [[κράμα]] χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κρατέρωμα]] πυριτίου» — [[κράμα]] χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>bronze</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
<*>ος, τό, kind of
A bronze, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτέρωμα: τό, «κρατερώματα· μῖξις χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
το
χημ. κράμα χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος
2. φρ. «κρατέρωμα πυριτίου» — κράμα χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bronze].