κόμαιθος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_15)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόμαιθος''': -ον, ([[κόμη]], [[αἴθω]]) ἔχων κόμην πυρρὰν ἢ ξανθήν, ἐξ οὗ τὸ [[ὄνομα]] Κομαιθώ, ἥτις ἦν [[θυγάτηρ]] Πτερέλου, Λυκόφρ. 934.
|lstext='''κόμαιθος''': -ον, ([[κόμη]], [[αἴθω]]) ἔχων κόμην πυρρὰν ἢ ξανθήν, ἐξ οὗ τὸ [[ὄνομα]] Κομαιθώ, ἥτις ἦν [[θυγάτηρ]] Πτερέλου, Λυκόφρ. 934.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόμαιθος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοκκινωπά ή ξανθά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> [[αἶθος]] «[[καύσωνας]], πυρ»].
}}
}}

Latest revision as of 06:40, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1476] mit brennenden, rothen Haaren, Lycophr. 924.

Greek (Liddell-Scott)

κόμαιθος: -ον, (κόμη, αἴθω) ἔχων κόμην πυρρὰν ἢ ξανθήν, ἐξ οὗ τὸ ὄνομα Κομαιθώ, ἥτις ἦν θυγάτηρ Πτερέλου, Λυκόφρ. 934.

Greek Monolingual

κόμαιθος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοκκινωπά ή ξανθά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + αἶθος «καύσωνας, πυρ»].