αἶθος
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
ὁ,
A burning heat, fire, E.Rh.990, cf. Supp.208 codd. (but cf. αἶθρος):—later also αἶθος, εος, τό, A.R.3.1304, Orph.L.174.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [pero αἶθος, -εος, τό A.R.3.1304; dat. αἴθεϊ Orph.L.174]
fuego ναυσὶν αἶθον ἐμβαλεῖν E.Rh.990, cf. δήιον αἶθος A.R.3.1304
• fig. αἴθεϊ δ' ἀθανάτων μέγα τέρπεται ἄφθιτον ἦτορ = con los destellos (del cristal de roca) mucho se goza el incorruptible corazón de los inmortales Orph.L.174.
• Etimología: Deriv. en *-s de la raíz αἴθω q.u.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
feu, flamme, ardeur.
Étymologie: αἴθω.
2ους (τό) :
feu, flamme, ardeur.
Étymologie: αἴθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἶθος -ου, ὁ αἴθω brandende hitte.
German (Pape)
ὁ, Brand, Feuer, Eur. Suppl. 207; Rh. 990; Ap.Rh. 3.1304 τὸ αἶθος; sp.D.
Russian (Dvoretsky)
αἶθος: ὁ пламя, огонь, жар Eur.
Middle Liddell
αἴθω
a burning heat, fire, Eur.
Greek Monotonic
αἶθος: ὁ καύσωνας, φωτιά, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
αἶθος: ὁ, καύσων, θερμότης καίουσα, πῦρ, Εὐρ. Ἱκ. 208. Ρῆσ. 95. παρὰ μεταγ. καὶ αἶθος, εος, τό, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 1304.