κορακόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6_17)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορακόφωνος''': -ον, ἔχων φωνὴν [[κόρακος]], Τατιαν.
|lstext='''κορακόφωνος''': -ον, ἔχων φωνὴν [[κόρακος]], Τατιαν.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κορακόφωνος]], -η, -ον)<br />αυτός που έχει [[φωνή]] κόρακα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που λέγει ανοησίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρακας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαρυγγό</i>-<i>φωνος</i>, <i>υψί</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κορακόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν κόρακος, Τατιαν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κορακόφωνος, -η, -ον)
αυτός που έχει φωνή κόρακα
αρχ.
αυτός που λέγει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -φωνος (< φωνή), πρβλ. λαρυγγό-φωνος, υψί-φωνος].