κονδυλισμός: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(6_14)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κονδῠλισμός''': ὁ, [[κτύπημα]] διὰ τῆς πυγμῆς, γρονθοκόπημα, κακομεταχείρισις, Ἀρτεμίδ. 2. 15, Ἑβδ. (Σοφονίας. Β΄, 8).
|lstext='''κονδῠλισμός''': ὁ, [[κτύπημα]] διὰ τῆς πυγμῆς, γρονθοκόπημα, κακομεταχείρισις, Ἀρτεμίδ. 2. 15, Ἑβδ. (Σοφονίας. Β΄, 8).
}}
{{grml
|mltxt=[[κονδυλισμός]], ὁ (Α) [[κονδυλίζω]]<br />γρονθοκόπημα, [[κακοποίηση]], [[χτύπημα]] με την [[πυγμή]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλισμός Medium diacritics: κονδυλισμός Low diacritics: κονδυλισμός Capitals: ΚΟΝΔΥΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kondylismós Transliteration B: kondylismos Transliteration C: kondylismos Beta Code: kondulismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A striking with the fist, maltreatment, Artem.2.15, LXX Ze.2.8.

German (Pape)

[Seite 1480] ὁ, das mit der Faust Schlagen, Ohrfeigen; übh. Mißhandlung; Artemidor. 2, 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κονδῠλισμός: ὁ, κτύπημα διὰ τῆς πυγμῆς, γρονθοκόπημα, κακομεταχείρισις, Ἀρτεμίδ. 2. 15, Ἑβδ. (Σοφονίας. Β΄, 8).

Greek Monolingual

κονδυλισμός, ὁ (Α) κονδυλίζω
γρονθοκόπημα, κακοποίηση, χτύπημα με την πυγμή.