κοτυληδονώδης: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(6_7) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοτυληδονώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κοτυληδόνα, ἐξοχήν, ἔκφυσιν Γαλην. 2. 905., 4. 282. | |lstext='''κοτυληδονώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κοτυληδόνα, ἐξοχήν, ἔκφυσιν Γαλην. 2. 905., 4. 282. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ες (Α [[κοτυληδονώδης]], -ώδες) [[κοτυληδών]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κοτυληδόνα]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] κοτυληδόνες. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A of the nature of a κοτυληδών, warty, ἐξοχή, ἔκφυσις, Gal.2.905.
Greek (Liddell-Scott)
κοτυληδονώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κοτυληδόνα, ἐξοχήν, ἔκφυσιν Γαλην. 2. 905., 4. 282.
Greek Monolingual
ες (Α κοτυληδονώδης, -ώδες) κοτυληδών
1. αυτός που μοιάζει με κοτυληδόνα
2. γεμάτος κοτυληδόνες.