κοτυληδονώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(6_7)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτυληδονώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κοτυληδόνα, ἐξοχήν, ἔκφυσιν Γαλην. 2. 905., 4. 282.
|lstext='''κοτυληδονώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κοτυληδόνα, ἐξοχήν, ἔκφυσιν Γαλην. 2. 905., 4. 282.
}}
{{grml
|mltxt=ες (Α [[κοτυληδονώδης]], -ώδες) [[κοτυληδών]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κοτυληδόνα]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] κοτυληδόνες.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυληδονώδης Medium diacritics: κοτυληδονώδης Low diacritics: κοτυληδονώδης Capitals: ΚΟΤΥΛΗΔΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: kotylēdonṓdēs Transliteration B: kotylēdonōdēs Transliteration C: kotylidonodis Beta Code: kotulhdonw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A of the nature of a κοτυληδών, warty, ἐξοχή, ἔκφυσις, Gal.2.905.

Greek (Liddell-Scott)

κοτυληδονώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κοτυληδόνα, ἐξοχήν, ἔκφυσιν Γαλην. 2. 905., 4. 282.

Greek Monolingual

ες (Α κοτυληδονώδης, -ώδες) κοτυληδών
1. αυτός που μοιάζει με κοτυληδόνα
2. γεμάτος κοτυληδόνες.