κολαπτός: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολαπτός''': -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. [[γράμμα]], ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5.
|lstext='''κολαπτός''': -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. [[γράμμα]], ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κολαπτός]], -ή, -όν) [[κολάπτω]]<br />αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ<br />χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, [[χαρακτός]], χαραγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κολαπτὸν [[γράμμα]]» — η [[επιγραφή]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολαπτός Medium diacritics: κολαπτός Low diacritics: κολαπτός Capitals: ΚΟΛΑΠΤΟΣ
Transliteration A: kolaptós Transliteration B: kolaptos Transliteration C: kolaptos Beta Code: kolapto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A engraved, κ. γράμμα an inscription, Sammelb.5629 (Egypt, iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

κολαπτός: -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. γράμμα, ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κολαπτός, -ή, -όν) κολάπτω
αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ
χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένος
αρχ.
φρ. «κολαπτὸν γράμμα» — η επιγραφή.