κοχλίς: Difference between revisions
From LSJ
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
(6_12) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοχλίς''': -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Λουκ. Κατάπλ. 16, Μανέθων 5. 24. | |lstext='''κοχλίς''': -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Λουκ. Κατάπλ. 16, Μανέθων 5. 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοχλίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κοχλίας]], σαλιγκαράκι<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] της Αραβίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακατ</i>-<i>ίς</i>, <i>κοιτ</i>-<i>ίς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of κόχλος, in pl., Luc.Cat.16, Man.5.24. II precious stone found in Arabia, Plin.HN37.194.
Greek (Liddell-Scott)
κοχλίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Λουκ. Κατάπλ. 16, Μανέθων 5. 24.
Greek Monolingual
κοχλίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. μικρός κοχλίας, σαλιγκαράκι
2. πολύτιμος λίθος της Αραβίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ις (πρβλ. ακατ-ίς, κοιτ-ίς)].