κολάφισμα: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_21)
(21)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολάφισμα''': τό, Γραμμ.· -ισμός, οῦ, ὁ, Ἰωάνν. Χρυσ. τ. 3, σ. 302, 31, [[ῥάπισμα]].
|lstext='''κολάφισμα''': τό, Γραμμ.· -ισμός, οῦ, ὁ, Ἰωάνν. Χρυσ. τ. 3, σ. 302, 31, [[ῥάπισμα]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κολάφισμα]]) [[κολαφίζω]]<br />το [[κατά]] [[πρόσωπο]] [[ράπισμα]], χαστούκισμα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ταπείνωση]], [[προσβολή]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1472] τό, die Ohrfeige, der Backenstreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κολάφισμα: τό, Γραμμ.· -ισμός, οῦ, ὁ, Ἰωάνν. Χρυσ. τ. 3, σ. 302, 31, ῥάπισμα.

Greek Monolingual

το (AM κολάφισμα) κολαφίζω
το κατά πρόσωπο ράπισμα, χαστούκισμα
νεοελλ.
ταπείνωση, προσβολή.