δρυοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(big3_12)
(9)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[pájaro carpintero]] Arist.<i>PA</i> 662<sup>b</sup>7.
|dgtxt=-ου, ὁ [[pájaro carpintero]] Arist.<i>PA</i> 662<sup>b</sup>7.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δρυοκόπος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αναρριχητικό [[πτηνό]] που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη<br /><b>αρχ.</b><br />[[υλοτόμος]], [[ξυλοκόπος]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 669] Bäume hauend, eine Vogelart, = vorigem, Arist. part. an. 3, 1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pájaro carpintero Arist.PA 662b7.

Greek Monolingual

ο (Α δρυοκόπος)
νεοελλ.
αναρριχητικό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη
αρχ.
υλοτόμος, ξυλοκόπος.