ἡμίλευκος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié blanc.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[λευκός]].
|btext=ος, ον :<br />à moitié blanc.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[λευκός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίλευκος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] εντελώς [[λευκός]], [[σχεδόν]] [[λευκός]], [[υπόλευκος]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίλευκος Medium diacritics: ἡμίλευκος Low diacritics: ημίλευκος Capitals: ΗΜΙΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: hēmíleukos Transliteration B: hēmileukos Transliteration C: imilefkos Beta Code: h(mi/leukos

English (LSJ)

ον,

   A half-white, Luc.Prom.Es4.

German (Pape)

[Seite 1168] halbweiß, Luc. Prom. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίλευκος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκός, Λουκ. Προμ. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié blanc.
Étymologie: ἡμι-, λευκός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίλευκος, -ον)
αυτός που δεν είναι εντελώς λευκός, σχεδόν λευκός, υπόλευκος.