κόκκαλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(6_15) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόκκᾰλος''': ὁ, ὁ πυρὴν τοῦ τῆς πίτυος, στροβύλου (nux pinea), Ἱππ. 401. 46., 402. 37· ὃν ὁ Γαληνὸς ἐν 11. 158 καλεῖ κῶνον, ― πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 397. | |lstext='''κόκκᾰλος''': ὁ, ὁ πυρὴν τοῦ τῆς πίτυος, στροβύλου (nux pinea), Ἱππ. 401. 46., 402. 37· ὃν ὁ Γαληνὸς ἐν 11. 158 καλεῖ κῶνον, ― πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 397. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόκκαλος]], ὁ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κόκαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A kernel of the στρόβιλος, Hp.Acut.(Sp.) 30, 34; = κῶνος, Gal.15.848, cf. 12.55; coupled with ὀστρακίς, Ath.3.126a; = Κνίδιος κόκκος, Dsc. ap. Gal.19.113.
German (Pape)
[Seite 1471] ὁ, Kern der στρόβιλος, Pinienkern, vgl. Lob. zu Phryn. 397 u. Ath. II, 57 b III, 126 a.
Greek (Liddell-Scott)
κόκκᾰλος: ὁ, ὁ πυρὴν τοῦ τῆς πίτυος, στροβύλου (nux pinea), Ἱππ. 401. 46., 402. 37· ὃν ὁ Γαληνὸς ἐν 11. 158 καλεῖ κῶνον, ― πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 397.