κωλοβαθριστής: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
(6_19)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωλοβαθριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν μὲ «ξυλοπόδαρα» ἢ ἐπὶ ξύλων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. καδαλίων· ἐκ τοῦ κωλόβαθρον, τό, ξύλινον [[βάραθρον]], ὡς τὸ καλόβαθρον, Ἀρτεμ. 3. 15.
|lstext='''κωλοβαθριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν μὲ «ξυλοπόδαρα» ἢ ἐπὶ ξύλων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. καδαλίων· ἐκ τοῦ κωλόβαθρον, τό, ξύλινον [[βάραθρον]], ὡς τὸ καλόβαθρον, Ἀρτεμ. 3. 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[κωλοβαθριστής]], ὁ (Α)<br />αυτός που περπατά με ξυλοπόδαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κωλόβαθρον]], [[κατά]] τα ονόματα σε -<i>ιστής</i>, ή μέσω ενός αμάρτυρου <i>κωλοβαθρίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλοβαθριστής Medium diacritics: κωλοβαθριστής Low diacritics: κωλοβαθριστής Capitals: ΚΩΛΟΒΑΘΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kōlobathristḗs Transliteration B: kōlobathristēs Transliteration C: kolovathristis Beta Code: kwlobaqristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one that goes on stilts, stilt walker, Hsch.s.v. καδαλίων.

German (Pape)

[Seite 1542] ὁ, Einer der auf Stelzen geht, Hesych. v. καδαλίων.

Greek (Liddell-Scott)

κωλοβαθριστής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν μὲ «ξυλοπόδαρα» ἢ ἐπὶ ξύλων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. καδαλίων· ἐκ τοῦ κωλόβαθρον, τό, ξύλινον βάραθρον, ὡς τὸ καλόβαθρον, Ἀρτεμ. 3. 15.

Greek Monolingual

κωλοβαθριστής, ὁ (Α)
αυτός που περπατά με ξυλοπόδαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλόβαθρον, κατά τα ονόματα σε -ιστής, ή μέσω ενός αμάρτυρου κωλοβαθρίζω].