κυανοβόστρυχος: Difference between revisions
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
(6_17) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυᾰνοβόστρυχος''': -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ. | |lstext='''κυᾰνοβόστρυχος''': -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυανοβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, [[μαυρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-[[βόστρυχος]], <i>μυρο</i>-[[βόστρυχος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1521] schwarzlockig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοβόστρυχος: -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κυανοβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, μαυρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βόστρυχος «μπούκλα» (πρβλ. ελικο-βόστρυχος, μυρο-βόστρυχος)].