λαθάνεμος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(6_16)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾱθάνεμος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ληθ-, διαφεύγων τὸν ἄνεμον, [[νήνεμος]], [[γαλήνιος]], ὥρα Σιμων. 12.
|lstext='''λᾱθάνεμος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ληθ-, διαφεύγων τὸν ἄνεμον, [[νήνεμος]], [[γαλήνιος]], ὥρα Σιμων. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαθάνεμος]] και [[ληθάνεμος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]] («[[λαθάνεμος]] ὥρα», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>- του [[λανθάνω]], (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλεξ</i>-[[άνεμος]], <i>κωλυσ</i>-[[άνεμος]]). Ο τ. [[ληθάνεμος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>λέ</i>-<i>ληθ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱθάνεμος Medium diacritics: λαθάνεμος Low diacritics: λαθάνεμος Capitals: ΛΑΘΑΝΕΜΟΣ
Transliteration A: lathánemos Transliteration B: lathanemos Transliteration C: lathanemos Beta Code: laqa/nemos

English (LSJ)

[ᾰν], ον, Dor. for ληθ-,

   A escaping wind, ὥρα Simon.12.3.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱθάνεμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ληθ-, διαφεύγων τὸν ἄνεμον, νήνεμος, γαλήνιος, ὥρα Σιμων. 12.

Greek Monolingual

λαθάνεμος και ληθάνεμος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιοςλαθάνεμος ὥρα», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω, (πρβλ. αόρ. -λαθ-ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξ-άνεμος, κωλυσ-άνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. παρακμ. λέ-ληθ-α) + ἄνεμος.