κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />scie-cumin-râpe-cresson, <i>càd</i> avare renforcé.<br />'''Étymologie:''' [[κυμινοπρίστης]], κάρδαμος, [[γλύφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />scie-cumin-râpe-cresson, <i>càd</i> avare renforcé.<br />'''Étymologie:''' [[κυμινοπρίστης]], κάρδαμος, [[γλύφω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος]], -ον (Α)<br />(<b>κωμ. λ.</b>) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το [[κύμινο]] και γλύφει τα κάρδαμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμινον]] <span style="color: red;">+</span> [[πρίστης]] <span style="color: red;">+</span> [[κάρδαμον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]])].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

English (LSJ)

[γλῠ], ον,

   A cummin-splitting-cressscraper, strengthd.for foreg., Ar.V.1357.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: -ον, ὁ πριονίζων τὸ κύμινον καὶ ξύων τὸ κάρδαμον, ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ κυμινοπρίστης, Ἀριστοφ. Σφ. 1357.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
scie-cumin-râpe-cresson, càd avare renforcé.
Étymologie: κυμινοπρίστης, κάρδαμος, γλύφω.

Greek Monolingual

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, -ον (Α)
(κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + -γλύφος (< γλύφω)].